ολόθυμος
Смотреть что такое "ολόθυμος" в других словарях:
ολόθυμος — η, ο ολόψυχος, ένθερμος, εγκάρδιος. επίρρ... ολοθύμως (Α ὁλοθύμως) εγκαρδίως, πολύ πρόθυμα, με όλη την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < oλ(o) * + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολοθύμως — (Α ὁλοθύμως) επίρρ. βλ. ολόθυμος … Dictionary of Greek